γέροντας
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
Greek Monolingual
ο (θηλ. γερόντισσα) (AM γέρων, Μ γερόντισσα)
ηλικιωμένος, γέρος
μσν.- νεοελλ.
1. προσφώνηση σεβάσμιων ηλικιωμένων ανθρώπων ή κληρικών και μοναχών
2. ο γέροντας κάποιου μοναχού ή κληρικού, ο πνευματικός του πατέρας
νεοελλ.
στον πληθ. γερόντοι και γέροντες
άρχοντες, προεστοί, δημογέροντες
αρχ.
στον πληθ. γέροντες
1. αρχηγοί, στρατηγοί, ηγέτες
2. γερουσιαστές (κυρίως της Σπάρτης)
(στον ενικό)
1. ξεμωραμένος γέρος
2. εργαλείο από το οποίο κρεμούσαν τα στουπιά για να τά κλώσουν
3. ως επίθ. παλαιός, αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα ĝer-ont- «παλιός». Πιθ. πρόκειται για παλιά μετοχή συνδεόμενη με τα αρχ. ινδ. jarant- και αρμ. cer, -oy «γέρος». Ο τ. γέρων μεταπλάστηκε στη Νέα Ελληνική σε γέρος. Με τη λ. γέρων/γέροντας ως α' και β' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλά σύνθετα της Ελληνικής.
ΠΑΡ. γεροντεύω, γεροντικός, γερόντιο(ν), γερώ
αρχ.
γερόντειος, γεροντίζω, γεροντιώ, γερούσιος
μσν.
γεροντίας
νεοελλ.
γερόντιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεροντομανία
αρχ.
γερονταγωγώ, γεροντογρᾴδιο, γεροντοδιδάσκαλος
μσν.
γεροντοειδής
μσν.- νεοελλ.
γεροντοκόμος
νεοελλ.
γεροντάματα, γερονταφήνω, γεροντοδρόσια, γεροντοδερμία, γεροντοθεραπεία, γεροντοκόρη, γεροντοκόριτσο, γεροντοκρατία, γεροντόλογα, γεροντολογία, γεροντομοίρι, γεροντομορφία, γεροντομπασμένος, γεροντοπαλήκαρο, γεροντόπαχο, γεροντοπέφτω, γεροντόπιασμα, γεροντοτρόφια, γεροντοφέρνω, γεροντοφιλία, γεροντοφοδία, γεροντωπός. (Β' συνθετικό) δημογέρων
αρχ.
αρχιγέρων, γερανογέρων, δρυψογέρων, εσχατογέρων, ηριγέρων, κυφογέρων, μονογέρων, νωδογέρων, παιδαριογέρων, πατρογέρων, προγέρων, συγγέρων, τριγέρων, τυμδογέρων, τυφογέρων, φιλογέρων, ωμογέρων].