πελματίζω
English (LSJ)
A scrape the sole of the foot, Et.Havn. ap. Gaisf.ad EM s.v. πέλμα.
II sole boots, PMasp.5.18 (vi A.D.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πελμᾰτίζω: ξέω τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Ἐτυμ. Χειρόγρ. Havn. παρὰ τῷ Sturz εἰς Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λ. πέλμα.
Greek Monolingual
Α πέλμα, -ατος)
1. ξύνω το πέλμα του ποδιού
2. βάζω σόλες σε υποδήματα.