πελματίζω

English (LSJ)

A scrape the sole of the foot, Et.Havn. ap. Gaisf.ad EM s.v. πέλμα.
II sole boots, PMasp.5.18 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 551] = ξέω τὰ ὑποκάτω τῶν ποδῶν, E. M. p. 1002.

Greek (Liddell-Scott)

πελμᾰτίζω: ξέω τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Ἐτυμ. Χειρόγρ. Havn. παρὰ τῷ Sturz εἰς Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λ. πέλμα.

Greek Monolingual

Α πέλμα, -ατος)
1. ξύνω το πέλμα του ποδιού
2. βάζω σόλες σε υποδήματα.