πεντακέφαλον, with five heads, φοῖνιξ Thphr. HP2.6.9.
[Seite 556] fünfköpfig (?).
-ον, Ααυτός που έχει πέντε κεφάλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δικέφαλος.