πενταφάρμακος

English (LSJ)

πενταφάρμακον, consisting of five drugs or ingredients: pentapharmacum, Hist. Aug.Hel.5.

German (Pape)

[Seite 557] aus fünf Giften od. Arzneimitteln bestehend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για έδεσμα) αυτός που αποτελείται από πέντε ειδών αρτύματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταφάρμακον- είδος εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + φάρμακον (πρβλ. τετραφάρμακος)].