πεντόροβον

Greek (Liddell-Scott)

πεντόροβον: τό, -όροβος, ἡ, φυτόν τι, ἀλλαχοῦ γλυκυσίδη. Διοσκ. 3. 157, Πλίν. 25. 10., 27. 60.

German (Pape)

τό, = πεντόροβος, Diosc.