πεπαιδευμένος

English (Woodhouse)

(see also: παιδεύω) cultured, educated

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που απέκτησε ανώτερη μόρφωση, μορφωμένος. βλ. παιδεύω. Επιρ. πεπαιδευμένως Α
με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως.