πεπόνι

Greek Monolingual

το
βοτ. ο καρπός της πεπονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόν-ιον, υποκορ. του αρχ. πέπων, -ονος «ώριμος, μαλακός, γλυκός καρπός»].