περίγυρα

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ.
ολόγυρα, τριγύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρω + επιρρμ. κατάλ. -α].
(II)
τὰ, Μ
1. τα περίχωρα
2. οι άνθρωποι τών περιχώρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρος + κατάλ. -α (πρβλ. περίχωρα)].