περίθερμος
English (LSJ)
-ου, very hot, Thphr. Sens.58, Plu.2.642c, Dsc. Ther.4, etc.: metaph., of the mind, Sch.Ar.Nu.144.
German (Pape)
[Seite 577] sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait chaud.
Étymologie: περί, θερμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-θερμος -ον heel heet.
Russian (Dvoretsky)
περίθερμος: очень горячий, жаркий (τὸ πνεῦμα τοῦ λύκου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περίθερμος: -ον, πάνυ θερμός, Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ ζεστός
2. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) αυτός που έχει εξαφθεί, ο χωρίς καθόλου ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θερμός.