περίκακον, very bad, Ptol.Tetr.68.
[Seite 578] sehr schlecht, sehr unglücklich, Procl.
περίκᾰκος: -ον, λίαν κακός, Πτολεμ. Τετράβ. 68. 16, Πρόκλ.
-ον, Απάρα πολύ κακός, κάκιστος.