περίκυρτος

English (LSJ)

περίκυρτον, convex, S.E.M.7.307, Gal.18(1).787; τὸ π. [τῆς γαστρός] Ruf. Anat.40.

German (Pape)

[Seite 581] ringsherumgebogen, konvex, Sezt. Emp. adv. log. 1, 307 Gegensatz von κοῖλος.

Russian (Dvoretsky)

περίκυρτος: (отовсюду) выгнутый, выпуклый (τὸ ποτήριον Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

περίκυρτος: -ον, κυρτὸς ὁλόγυρα, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 307, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, Α κυρτός
αυτός που είναι κυρτός από όλες τις πλευρές, ο εντελώς κυρτός.