περίνος

English (LSJ)

τὸ αἰδοῖον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἰδοῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το περίνεος (βλ. λ. περίνεο και περίνα)].