2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de περιέχω.
see περιέχω.
περίσχεο: Επικ. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του περιέχω.
περίσχεο: эп. 2 л. sing. imper. med. к περιέχω.