περίσχεο

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de περιέχω.

English (Autenrieth)

see περιέχω.

Greek Monotonic

περίσχεο: Επικ. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του περιέχω.

Russian (Dvoretsky)

περίσχεο: эп. 2 л. sing. imper. med. к περιέχω.