περίφορος

English (LSJ)

περίφορον,
A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15.
II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
mouvement circulaire, révolution d'un astre.
Étymologie: περιφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφορος -ου, ἡ περιφέρω subst. omwenteling:. ἡ τοῦ ἠελίου περίφορος de omwenteling van de zon Luc. 48.5.

Russian (Dvoretsky)

περίφορος:круговое движение, вращение (ἡλίου Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

περίφορος: ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ περίοδος.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφέρω
αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται γρήγορα.