περίχωμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A embankment, dyke enclosing an area, PPetr.3p.339 (iii B.C.), Ostr.Bodl.i 245 (iii B.C.), PTeb.61(b).167 (ii B.C.).
II area enclosed by dykes, PCair.Zen.182.7, 362.24 (iii B.C.), PTeb.13.12, 84.3 (ii B. C.).

Greek Monolingual

τὸ, Α περιχώννυμι
ανάχωμα αγρού για προστασία από πλημμύρες.