ανάχωμα

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

το
1. σωρός από χώμα, πρόχωμα
2. λάκκος ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με συσσώρευση χώματος.