raise up, ἐπὶ τὸν ἀγκῶνα π. ἑαυτόν J.AJ17.7.1.
[Seite 568] rings erheben, Sp.
περιαίρω: ἀνεγείρω, ἐπὶ τὸν ἀγκῶνα π. ἑαυτόν Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 7, ἐν τέλ.
Ασηκώνω ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αἴρω «σηκώνω»].