περιβάλλουσα

Greek Monolingual

η, Ν περιβάλλω
μαθημ. καμπύλη ή επιφάνεια που περιβάλλει όλες τις καμπύλες ή τις επιφάνειες οι οποίες παριστάνονται από μια εξίσωση, όταν η παράμετρος που υπάρχει σε αυτή την εξίσωση λαμβάνει όλες τις δυνατές τιμές (α. «περιβάλλουσα επιφανείας» β. «περιβάλλουσα στρεβλής καμπύλης» γ. «περιβάλλουσα επίπεδης καμπύλης»).