περιεθέλω

German (Pape)

[Seite 573] (s. ἐθέλω), = ἀγαπάω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιεθέλω: «περιήθελεν· ἠγάπα», καί, «περιηθέλησεν· ἠγάπησεν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) αγαπώ.