περιειλάς
English (LSJ)
περιειλάδος, ἡ, encircling, ζῶναι Eratosth.Fr.16.3 (v.l. περιηγέες).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περιειλάς: -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν Ἡρακλ. Ἀλληγορ. 50.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιείλω + κατάλ. -άς].