περιθήκιο
Greek Monolingual
το, Ν
1. κοίλος, σφαιρικός ή λαγηνοειδής, καρποφόρος τών ασκομυκήτων
2. παχύ επιδερμίδιο που καλύπτει τον υδροκαυλό τών πολυπόδων στις αποικίες τών καλυπτοθλαστικών υδροζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perithecium (< περι- + θήκη + επίθημα -ium). Η λ., στον λόγιο τ. περιθήκιον, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].