περικυκλώ

Greek Monolingual

(I)
-έω, ΜΑ κυκλώ, -έω]]
μσν.
1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω
2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω
αρχ.
1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω
2. παθ. περικυκλοῦμαι, -έομαι
κυμαίνομαι.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. περικυκλώνω.