περιλιχμάζω

English (LSJ)

lick, Opp.H.1.786, 2.650.

German (Pape)

[Seite 582] = περιλιχμάω (?).

Greek Monolingual

Α
περιλείχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λιχμάζω «γλείφω»].