λιχμάζω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A = λιχμάω (play with the tongue), Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229.
II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn. D. 44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.
French (Bailly abrégé)
1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.
German (Pape)
= λιχμάω, lecken, züngeln, von Schlangen, Hes. Sc. 234; Nic. Th. 229; belecken, Opp. H. 2.250; λιχμάζεσκε δέρην, Hosch. 2.94.
Russian (Dvoretsky)
λιχμάζω: Hes. = λιχμάω.
Greek (Liddell-Scott)
λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.
Greek Monolingual
λιχμάζω (Α)
1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα
2. γλείφω, λιχμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιχμῶ, κατά τα ρ. σε -άζω].
Greek Monotonic
λιχμάζω: (λείχω)
I. = λιχμάω, σε Ησίοδ.
II. μτβ., γλείφω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λιχμάζεσκε, σε Μόσχ.
Middle Liddell
λιχμάζω, λείχω
I. = λιχμάω, Hes.
II. trans. to lick, ionic 3rd sg. imperf. λιχμάζεσκε Mosch.