περιμάρμαρος

English (LSJ)

περιμάρμαρον, sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάρμαρος: ὁ, ὁ πανταχόθεν μαρμαίρων, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028.

Greek Monolingual

-ον, Α περιμαρμαίρω
αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές.