περισυγκαταλαμβάνομαι
English (LSJ)
Pass., to be included, τοὺς ἑτέρους ἤχους π. ὑπὸ τῶν ἑτέρων Arist.Aud.803b41.
Greek (Liddell-Scott)
περισυγκαταλαμβάνομαι: Παθ., περιέχομαι, ἔν τινι, συνάπτομαι μετά τινος, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 60.
Greek Monolingual
Α
1. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι μέσα σε κάτι
2. συνάπτομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + συν + καταλαμβάνομαι].