περιτέχνησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, extraordinary art or cunning, τῶν ἐπιχειρήσεων Th. 3.82; σοφία καὶ π. DC. 46.19.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
περιτέχνησις: εως ἡ находчивость, хитрость Thuc.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α περιτεχνώμαι
1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη
2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος.
Greek Monotonic
περιτέχνησις: ἡ (τεχνάομαι), πανούργο τέχνασμα ή δόλος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.
Middle Liddell
περι-τέχνησις, εως, τεχνάομαι
extraordinary art or cunning, Thuc.