περιτείχιση

Greek Monolingual

η / περιτείχισις, -ίσεως, ΝΑ περιτειχίζω
περιβολή, οχύρωση ενός χώρου με τείχος
νεοελλ.
κτίσιμο, ανέγερση κτίσματος ολόγυρα από κάτι
αρχ.
1. αποκλεισμός, πολιορκία με την κατασκευή τείχους γύρω από κάτι
2. άμυνα.