οχύρωση

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀχύρωσις) οχυρώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οχυρώνω, η εξασφάλιση της αμυντικής ικανότητας μιας θέσης με τεχνικά έργα
νεοελλ.
το σύνολο τών τεχνικών έργων με τα οποία εξασφαλίζεται η αμυντική ικανότητα μιας θέσης ή περιοχής.