περιτεχνώμαι

Greek Monolingual

-άομαι, Α
1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι
2. μηχανώμαι, δολιεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»].