περιτοιχίζω

Greek Monolingual

Ν
περιβάλλω με τοίχο, περικλείω με τοίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τοιχίζω (< τοίχος). Το ρ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].