περιτροχισμός

English (LSJ)

ὁ, running round, Antyll. ap. Orib. 6.22.7.

German (Pape)

[Seite 597] ὁ, das Umlaufen im Kreise, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. περιτροχασμός.