περιτροχασμός

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροχασμός Medium diacritics: περιτροχασμός Low diacritics: περιτροχασμός Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: peritrochasmós Transliteration B: peritrochasmos Transliteration C: peritrochasmos Beta Code: peritroxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, f.l. for -ισμός in Antyll. ap. Orib.6.22.10.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχασμός: -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν τῇδε κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.

Greek Monolingual

και περιτροχισμός, ὁ, Α περιτροχάζω
το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι.