περιττότητα

Greek Monolingual

η / περισσότης, -ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ περιττός/περισσός
1. η ιδιότητα του περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο
2. η ιδιότητα του περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός.