Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η / περισσότης, -ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ περιττός/περισσός1. η ιδιότητα του περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο2. η ιδιότητα του περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός.