περισσότης
English (LSJ)
Att. περιττότης, περισσότητος, ἡ, (περισσός)
A extravagance, excess, in plural, Isoc.10.7; περισσότης μιαιφονιῶν D.C.77.16; pomp, ἡ ἐν τοῖς βίοις περισσότης καὶ πολυτέλεια Plb.9.10.5.
2 in style, redundancy, Hermog.Meth.5.
3 ἐκ περισσότητος [κατηγορεῖν], ex abundanti, Aps.Rh.p.223 H.
II eminence, excellence, D.S.1.94; ἡ κατὰ τὴν τέχνην περισσότης Id.18.26.
III of numbers, unevenness, opp. ἀρτιότης, Arist.Metaph.1004b11.
German (Pape)
[Seite 593] ητος, ἡ, att. -ττότης, Überfluß, Übermaaß, Übertreibung; im plur., neben θαυματοποιίαι, Isocr. 10, 7; Pracht, Pol. 9, 10, 5; Gesuchtheit, z. B. im Styl; auch Vorzüglichkeit, D. Sic. 1, 94.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
excès, particul. excès de recherche, luxe, somptuosité.
Étymologie: περισσός.
Russian (Dvoretsky)
περισσότης: атт. περιττότης, ητος ἡ
1 чрезмерность, избыток Isocr.;
2 превосходство (ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. Diod.);
3 изысканность, излишества (ἡ ἐν τοῖς βίοις π. Polyb.);
4 нечетность (sc. ἀριθμοῦ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περισσότης: μεταγεν. Ἀττ. περιττ-, ητος, ἡ, (περισσὸς) τὸ περισσόν, ὑπερβολή, ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 209C· π. μιαιφονίας Δίων Κ. 77. 16· ― μάλιστα ὑπερβολὴ κοσμημάτων, πομπή, ἡ ἐν τοῖς βίοις π. Πολύβ. 9. 10, 5· ― ἐπὶ ὕφους, πλεονασμός, περιττολογία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. τοῦ Ἁλ. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν τὸ εἶναι περιττόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρτιότης, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18. ΙΙ. τὸ ἐξέχον, ὑπεροχή, Διόδ. 1. 94· ἡ κατὰ τὴν τέχνην π. 18. 26.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. περιττότητα.
Greek Monotonic
περισσότης: μεταγεν. στην Αττ. περιττ-, -ητος, ἡ, πλενοασμός, περίσσευμα, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
περισσότης, λατερ Att. περιττ-, ητος, ἡ, [from περισσός
superfluity, excess, Isocr.
Translations
superiority
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство