περιφερικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
περιφερειακός («περιφερική τροχιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].
-ή, -ό, Ν
περιφερειακός («περιφερική τροχιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].