περιχείριον

English (LSJ)

τό, Dim. of περίχειρον.

Greek Monolingual

τὸ, Α περίχειρον
κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση του τριχώματος του αλόγου.