περιχειλόω

English (LSJ)

edge round, σιδήρῳ with iron, X.Eq.4.4.

German (Pape)

[Seite 600] rings einfassen, mit einem Rande umgeben, Xen. Equ. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

περιχειλῶ :
entourer d'un rebord.
Étymologie: περί, χεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

περιχειλόω: окружать, оправлять (σιδήρῳ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

περιχειλόω: περιβάλλω τι ὁλόγυρα μὲ χείλη, περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται (οἱ λίθοι) Ξεν. Ἱππ. 4, 4.

Greek Monotonic

περιχειλόω: μέλ. -ώσω, ακονίζω ολόγυρα, πλαισιώνω γύρω γύρω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ώσω
to edge round, Xen.