περιχειρίδα
Greek Monolingual
η, Ν
1. το γύρω από τα άκρα τών χεριών μέρος της ενδυμασίας ή της πανοπλίας
2. το μανσόν της γυναικείας χειμερινής ενδυμασίας
3. το γάντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χείρ, χειρός + επίθημα -ίδα, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. manchon. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].