περιώγανα

English (LSJ)

ἐπίσσωτρα, Hsch.
II = κνημίαι II.1, Id.

Greek (Liddell-Scott)

περιώγανα: «ἐπίσωστρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα»
β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῖς άμάξαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὤγανον
κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.].