πεσκέσι

Greek Monolingual

το, Ν
1. δώρο σε τρόφιμα ή ποτά
2. φρ. α) «του ήρθε πεσκέσι» — πήρε, απροσδόκητα, κάτι καλό ή, ειρωνικά, του συνέβη απροσδόκητα κάτι κακό
β) «διαόλου πεσκέσι» ή «για το διάολο πεσκέσι» — πονηρός και δόλιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peskes].