Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πεσκέσι
Greek Monolingual
το, Ν 1.δώρο σε τρόφιμα ή ποτά 2.φρ. α) «του ήρθε πεσκέσι» — πήρε, απροσδόκητα, κάτι καλό ή, ειρωνικά, του συνέβη απροσδόκητα κάτικακό β) «διαόλου πεσκέσι» ή «για το διάολο πεσκέσι» — πονηρός και δόλιοςάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. peskes].