Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πεταλίδα
Greek Monolingual
η, Ν ζωολ. θαλάσσιο προσωβράγχιο γαστερόποδο, μέτριου μεγέθους, που ζει στην παράκτια ζώνη όλων τών θαλασσών και ανήκει στο γένος patella. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. pattela, πιθ. με επίδραση του πέταλο (βλ. και πατελίδα)].