πετούνια

Greek Monolingual

η, Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης σολανώδη, της οικογένειας σολανίδες, ιθαγενές της Νότιας Αμερικής, που καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο ως καλλωπιστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. petunia < γαλλ. petun, αρχ. λ. για τον καπνό].