σολανίδες
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης σκροφουλαριώδη, με χαρακτηριστικό γένος το σολανό, στην οποία ανήκουν ορισμένα είδη που παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική σημασία, όπως είναι η πατάτα, η μελιτζάνα, η ντομάτα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solanaceae < λατ. solanum (βλ. λ. σολανό)].