Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πετραχήλι
Greek Monolingual
και πετραχήλιο(ν), το, Ν 1. το επιτραχήλιο 2.φρ. «τάζει λαγούς με πετραχήλια»: δίνει υπερβολικές υποσχέσεις, που αποκλείεται να πραγματοποιηθούν. [ΕΤΥΜΟΛ.<περι-τραχήλιο (<περι- +τράχηλος) με απλολογία, πρβλ.αμφι-φορεύς > αμφορεύς].