πετρογραφία
Greek Monolingual
η, Ν
κλάδος της πετρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη λεπτών τομών πετρωμάτων σε πετρογραφικό μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrography < πέτρα + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο].