μικροσκόπιο

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

το
1. (οπτ.) όργανο παραγωγής μεγεθυσμένων ειδώλων αντικειμένων, τα οποία δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθούν με γυμνό οφθαλμό, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους τους
2. φρ. α) «πολωτικό μικροσκόπιο» — οπτικό μικροσκόπιο εφοδιασμένο με στρεπτό δίσκο και δύο πρίσματα Nicol ή δύο πολωτές πολαρόιντ
β) «μικροσκόπιο αντίθεσης φάσεων» — τύπος μικροσκοπίου που επιτρέπει τη διάκριση μικρών μεταβολών του δείκτη διάθλασης διαφανών αντικειμένων
γ) «μικροσκόπιο συμβολής» — είδος μικροσκοπίου που επιτρέπει την πρόσκτηση πληροφοριών για το ξηρό βάρος κυτταρικών συστατικών, οι διαφορές πυκνότητας τών οποίων διακρίνονται ως διαφορές χρώματος
δ) «στερεομικροσκόπιο» — τύπος μικροσκοπίου που αποτελείται από δύο συνεζευγμένα όμοια μικροσκόπια, οι άξονες τών οποίων συγκλίνουν υπό μικρή γωνία προς το ίδιο σημείο του παρασκευάσματος και επιτρέπουν στερεοσκοπική παρατήρηση
ε) «ηλεκτρονικό μικροσκόπιο» — μικροσκόπιο που επιτρέπει τη λήψη μεγεθυσμένου ειδώλου ενός αντικειμένου μέσω της αλληλεπίδρασής του με τα ηλεκτρόνια μιας δέσμης που εστιάζεται με ηλεκτρονικούς φακούς
στ) «ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διέλευσης» — το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο που αποτελείται από ηλεκτρονικό πυροβόλο θερμοηλεκτρονικής εκπομπής ή πεδίου
ζ) «ηλεκτρονικό μικροσκόπιο εκπομπής και σάρωσης» — ηλεκτρονικό μικροσκόπιο εκπομπής που χρησιμοποιεί καταδυτικό αντικειμενικό σύστημα, ενώ στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης μια λεπτότατη δέσμη ηλεκτρονίων εστιάζεται πάνω στο δοκίμιο
η) «ηλεκτρονικό μικροσκόπιο ανάκλασης» — ηλεκτρονικό μικροσκόπιο που επιτρέπει την εξέταση επιφανειών με τη χρησιμοποίηση δέσμης ταχέων ηλεκτρονίων, η οποία προσπίπτει υπό μικρή γωνία στο αντικείμενο και ανακλάται από αυτό
3. αστρον. ως κύριο όν. Μικροσκόπιο
μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, ο οποίος αποτελείται από αμυδρούς αστέρες μεγέθους κάτω από 4,5.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microscope < micro- (βλ. μικρο-) + -scope (< -σκόπιο < -σκόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιω. Μοισιόδακά].