Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πετσέτα
Greek Monolingual
η, Ν 1.κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται κατά το γεύμα για να προστατεύει τα ενδύματα από λεκέδες και για να σκουπιστούν τα χέρια και τα χείλη 2. προσόψιο 3.νόμισμα της Ισπανίας, η πεσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. pezzetta].