γεύμα

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα)
η τροφή, το φαγητό
μσν.- νεοελλ.
1. το πρόγευμα
2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα της ημέρας
νεοελλ.
1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείςτρία γεύματα την ημέρα»)
2. επίσημο δείπνο, βραδυνή συνεστίαση («παρετέθη γεύμα»)
αρχ.-μσν.
το να αποκτά κανείς εμπειρία σε κάτι («γεῡμα τῆς κρίσεως» — το να έχει συνειδητοποιήσει κανείς τη μέλλουσα κρίση)
αρχ.
το να δοκιμάζει κανείς κάτι φαγώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι. Ο μεταπλασμένος τ. γιόμα (με -ο- αντί -ε- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) προήλθε από το συνώνυμο γέμα, με μεταβίβαση της ουρανικότητας (πρβλ. γεμίζω - γιομίζω, γεμάτος - γιομάτος κ.ά.].