πευστής

English (LSJ)

πευστοῦ, ὁ, asker, inquirer, Glossaria on πευθήν, Sch.Luc. Phal.1.10.

German (Pape)

[Seite 607] ὁ, Frager, Forscher, wie πευθήν (?).

Greek Monolingual

ὁ, Α πεύθομαι
αυτός που ζητάει να μάθει κάτι.